βασταγαριά

βασταγαριά
η [βασταγάρης]
1. φορείο σανιδένιο για τη μεταφορά (κυρίως) οικοδομικών υλικών
2. ξύλο το οποίο στηρίζουν δύο άνθρωποι στους ώμους τους και κρεμούν απ' αυτό τη ζυγαριά
3. αλυσίδα ή σκοινί από τό οποίο κρέμεται το καντήλι
4. βασταγάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”